- Κοραγοί
- Κοραγοί, οἱ (Α)οι ιερείς που τελούσαν την εορτή τών Κοραγίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρη (προσωνυμία τής Περσεφόνης) + -αγοί, πληθ. τού -αγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. λοχ-αγός, στρατ-αγός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κοράγιον — Κοράγιον, τὸ (Α) [Κοραγοί] επιγρ. 1. το ιερό στο οποίο τελούνταν εορτή προς τιμήν τής Περσεφόνης στη Μαντίνεια 2. στον πληθ. τά Κοράγια η εορτή που τελούνταν στη Μαντίνεια προς τιμήν τής Περσεφόνης για την επιστροφή της από τον Άδη … Dictionary of Greek
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek